ερωτευτής

ερωτευτής
ο [ερωτεύομαι]
1. εραστής
2. λάτρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που προσκυνάει, που λατρεύει: ...Και γκαρδιακά να σκύβει, προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης (Παλαμάς). 2. πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα, αλλ. πελεγρίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”